πινάκλ

πινάκλ
το, Ν
χαρτοπαίγνιο που παίζεται με τράπουλα τών 52 φύλλων συν 2 τζόκερ ή μπαλαντέρ, από δύο, τρία ή και τέσσερα άτομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pinacle < λατ. pinnaculum «πτερύγιο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πινάκλ — το (λ. γαλλ.), είδος χαρτοπαίγνιου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”